- πολύποτος
- πολύποτος, ον,A much-drinking, Hp.Vict.2.49 ([etym.] πουλυ-), Arist.HA 601b4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύποτος — ον, Α αυτός που πίνει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποτός (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. λιγό ποτος] … Dictionary of Greek
πολύποτα — πολύποτος much drinking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποτώ — έω, Α [πολύποτος] πίνω πολύ κρασί … Dictionary of Greek